-
1 χορηγία
η1) предоставление, выдача, олпуск (чего-л.); 2) доставка, поставка (товара); снабжение, обеспечение (чём-л.); 3) ассигнование; субсидирование; 4) дотация, субсидия;§ βασιλική χορηγία — цивильный лист
-
2 πρυτανεύω
πρυτανεύω (s. πρύτανις), Prytan sein. In Athen hieß die ganze φυλή, welche grade die πρυτανεία hatte, φυλὴ πρυτανεύουσα, Plat. Apol. 32 b, vgl. Gorg. 473 e; Ἀκαμαντὶς ἐπρυτάνευε, Thuc. 4, 118. – Uebh. herrschen, obwalten, ἀϑανάτοισιν, βροτοῖ. σιν, H. h. Apoll. 68; πρυτανευόμενοι παρ' ἐκείνου, sich von ihm leiten lassen, Dem. 9, 60, was Harpocr. διοικούμενοι καὶ διατρεφόμενοι erklärt; vgl. τὰ παρ' ὑμῖν διοικοῠντα Φιλίπ πῳ καὶ πρυτανεύοντα, Dem. 5, 6; ὁ πρυτανεύσας ταῠτα καὶ πείσας, 15, 3; u. so auch δείπνου χαριέντως πεπρυτανευμένου, Alexis bei Ath. III, 107 b; aber bei Plut. de exil. 7, Θεμιστοκλῆς χορηγίᾳ βασιλικῇ πρυτανευόμενος, wie ein Prytan gespeis't werden, mit königlichem Aufwande gehalten werden; – πρυτανεύειν περὶ εἰρήνης, Friedensvorschläge thun und darüber abstimmen lassen, was das Geschäft der Prytanen war, Isocr. 4, 121; Ar. Ach. 60; πρυτανεύειν τινὶ εἰρήνην, Einem den Frieden vermitteln, Luc. Demon. 9.
-
3 πρυτανευω
1) быть пританеем, председательствовать в βουλή и ἐκκλησίαἡ φυλέ πρυτανεύουσα Plat. — председательствующая (в порядке очереди) фила (см. πρυτανεία 1)
2) ( о пританеях) обсуждать, докладывать(περὴ εἰρήνης Arph. и εἰρήνην Isocr.)
3) перен. устраиватьτινὴ πρός τινα εἰρήνην π. Luc. — мирить кого-л. с кем-л.
4) управлять, руководить(τινί HH. и τι Dem.; πρυτανεύεσθαι παρά τινος Dem.)
5) содержать на общественный счет -
4 πρυτανεύω
II at Athens, hold the presidency, prop. of the tribe in order of πρυτανεία in βουλή andἐκκλησία, ἔτυχεν.. ἡ φυλὴ [Ἀντιοχὶς] πρυτανεύουσα Pl.Ap. 32b
, cf. Grg. 473e;Ἀκαμαντὶς ἐπρυτάνευε IG12.16
, Th.4.118, etc.: sts. of an individual member of the πρυτανεία, IG12.39.14, al., Antipho 6.45;οἱ τότε πρυτανεύσαντες And.1.46
.b generally, of the mover of a motion, .2 π. περὶ εἰρήνης put the question on a motion for peace, this being the duty of the Prytanes, Ar.Ach.60;εἰρήνην πρυτανεῦσαι Isoc.4.121
: hence,3 π. τινὶ εἰρήνην obtain peace for another, Luc.Demon.9, cf. PStrassb.5.8 ([voice] Pass., iii A.D.);φιλίαν τισί D.C.46.11
;πᾶσι τὰ ἀγαθά Aristid.Or.26(14).109
; [αἱ Πλειάδες] τὸ ἔαρ ἡμῖν π. herald the spring, Procop.Gaz.p.141 B.III generally, control, regulate, joined with διοικεῖν, D.5.6:—[voice] Pass., πρυτανεύεσθαι παρά τινος to suffer oneself to be guided by one, Id.9.60.2 metaph., δεῖπνον χαριέντως πεπρυτανευμένον served daintily, Alex.110.4; of persons, to be entertained,χορηγίᾳ βασιλικῇ Plu.2.602a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυτανεύω
-
5 πρυτανεύω
πρυτανεύω, Prytan sein. In Athen hieß die ganze φυλή, welche grade die πρυτανεία hatte, φυλὴ πρυτανεύουσα. Übh. herrschen, obwalten; πρυτανευόμενοι παρ' ἐκείνου, sich von ihm leiten lassen; Θεμιστοκλῆς χορηγίᾳ βασιλικῇ πρυτανευόμενος, wie ein Prytan gespeist werden, mit königlichem Aufwande gehalten werden; πρυτανεύειν περὶ εἰρήνης, Friedensvorschläge tun und darüber abstimmen lassen, was das Geschäft der Prytanen war; πρυτανεύειν τινὶ εἰρήνην, einem den Frieden vermitteln
См. также в других словарях:
χορηγία — η, ΝΜΑ [χορηγός] 1. (στην αρχ. Αθήνα) μία από τις σημαντικότερες λειτουργίες τής αθηναϊκής δημοκρατίας, κατά την οποία ένας εύπορος πολίτης κατέβαλλε τα χρήματα τής προετοιμασίας τού χορού για την συμμετοχή του σε διάφορες θρησκευτικές εκδηλώσεις … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
ανακτομισθία — η βασιλική χορηγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άναξ κτος + μισθία < μισθός] … Dictionary of Greek
βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Νεμέας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Νεμέας ολοκληρώθηκε το 1984, με τη γενναιόδωρη χορηγία του τέως προέδρου της Τράπεζας Αμερικής Ρούντολφ Πίτερσον. Στεγάζει τα αντιπροσωπευτικότερα ευρήματα των ανασκαφών στην περιοχή, που διενεργεί από το 1924 η… … Dictionary of Greek